el
ταμείο
(
n
)
A
Greek
term in
ConceptNet 5.8
Source:
English Wiktionary
View this term in the API
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Related terms
el
ταμειακοσ
➜
el
ταμιασ
➜
el
ταμιευτηρασ
➜
el
ταμιευτηριο
➜
en
box office
➜
en
cash desk
➜
en
cashier
➜
en
checkout
➜
en
desk
➜
en
ticket office
➜
Derived terms
el
ασφαλιστικο ταμειο
➜
el
ατμ
➜
el
αυτοματη ταμειακη μηχανη
➜
el
αυτοματη ταμειολογιστικη μηχανη
➜
el
διεθνεσ νομισματικο ταμειο
➜