el
λύκοσ
(
n
)
A
Greek
term in
ConceptNet 5.8
Sources:
DBPedia 2015
and
English Wiktionary
View this term in the API
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Related terms
el
γερολυκοσ
➜
el
θαλασσολυκοσ
➜
el
λυκαινα
➜
el
λυκακι
➜
el
λυκανθρωπια
➜
el
λυκανθρωποσ
➜
el
λυκαυγεσ
➜
el
λυκειαρχησ
➜
el
λυκειο
➜
el
λυκισκοσ
➜
el
λυκοπουλο
➜
el
λυκοσκυλο
➜
el
λυκοστομα
➜
el
λυκοφιλια
➜
el
λυκοφωλια
➜
el
λυκοφωσ
➜
en
aggressive
➜
en
bloodthirsty
➜
en
cock
➜
en
gun
➜
More »
Derived terms
el
εβαλαν το λυκο να φυλαει τα προβατα
➜
el
ο λυκοσ εχει τ ονομα κι η αλεπου τη χαρη
➜
el
ο λυκοσ κι αν εγερασε κι ασπρισε το μαλλι του μητε τη γνωμη αλλαξε μητε την κεφαλη του
➜
el
ο λυκοσ στην αναμπουμπουλα χαιρεται
➜
el
ουρλιαζει
➜
el
πειναω σα λυκοσ
➜
el
στο στομα του λυκου
➜
el
τρωω σα λυκοσ
➜
Context of this term
en
astronomy
➜
en
disease
➜
Synonyms
en
lupus
(
n, constellation
)
➜
Links to other resources
el.dbpedia.org
Λύκος (αστερισμός)